ηλιοδρόμος

ηλιοδρόμος
ἡλιοδρόμος, ὁ (Α)
1. ο αγγελιαφόρος τού ήλιου
2. τίτλος αξιώματος τών μυημένων στη λατρεία τού Μίθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. οπλιτο-δρόμος, ταχυ-δρόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἡλιοδρόμος — sun s messenger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιοδρόμου — ἡλιοδρόμος sun s messenger masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”